λυσσάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λυσσάζω < μεσαιωνική ελληνική λυσσάζω / λυσσιάζω < αρχαία ελληνική λυσσάω / λυσσῶ < λύσσα
Ρήμα
επεξεργασίαλυσσάζω
- άλλη μορφή του λυσσώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λυσσάζω | λύσσαζα | θα λυσσάζω | να λυσσάζω | λυσσάζοντας | |
β' ενικ. | λυσσάζεις | λύσσαζες | θα λυσσάζεις | να λυσσάζεις | λύσσαζε | |
γ' ενικ. | λυσσάζει | λύσσαζε | θα λυσσάζει | να λυσσάζει | ||
α' πληθ. | λυσσάζουμε | λυσσάζαμε | θα λυσσάζουμε | να λυσσάζουμε | ||
β' πληθ. | λυσσάζετε | λυσσάζατε | θα λυσσάζετε | να λυσσάζετε | λυσσάζετε | |
γ' πληθ. | λυσσάζουν(ε) | λύσσαζαν λυσσάζαν(ε) |
θα λυσσάζουν(ε) | να λυσσάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λύσσαξα | θα λυσσάξω | να λυσσάξω | λυσσάξει | ||
β' ενικ. | λύσσαξες | θα λυσσάξεις | να λυσσάξεις | λύσσαξε | ||
γ' ενικ. | λύσσαξε | θα λυσσάξει | να λυσσάξει | |||
α' πληθ. | λυσσάξαμε | θα λυσσάξουμε | να λυσσάξουμε | |||
β' πληθ. | λυσσάξατε | θα λυσσάξετε | να λυσσάξετε | λυσσάξτε | ||
γ' πληθ. | λύσσαξαν λυσσάξαν(ε) |
θα λυσσάξουν(ε) | να λυσσάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λυσσάξει | είχα λυσσάξει | θα έχω λυσσάξει | να έχω λυσσάξει | ||
β' ενικ. | έχεις λυσσάξει | είχες λυσσάξει | θα έχεις λυσσάξει | να έχεις λυσσάξει | ||
γ' ενικ. | έχει λυσσάξει | είχε λυσσάξει | θα έχει λυσσάξει | να έχει λυσσάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε λυσσάξει | είχαμε λυσσάξει | θα έχουμε λυσσάξει | να έχουμε λυσσάξει | ||
β' πληθ. | έχετε λυσσάξει | είχατε λυσσάξει | θα έχετε λυσσάξει | να έχετε λυσσάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν λυσσάξει | είχαν λυσσάξει | θα έχουν λυσσάξει | να έχουν λυσσάξει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία λυσσάζω
→ δείτε τη λέξη λυσσώ |