λυσιμελής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ λυσιμελής | τὸ λυσιμελές | οἱ, αἱ λυσιμελεῖς | τὰ λυσιμελῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς λυσιμελοῦς | τοῦ λυσιμελοῦς | τῶν λυσιμελῶν | τῶν λυσιμελῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ λυσιμελεῖ | τῷ λυσιμελεῖ | τοῖς, ταῖς λυσιμελέσι(ν) | τοῖς λυσιμελέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν λυσιμελῆ | τὸ λυσιμελές | τοὺς, τὰς λυσιμελεῖς | τὰ λυσιμελῆ |
Κλητική | λυσιμελές | λυσιμελές | λυσιμελεῖς | λυσιμελῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | λυσιμελεῖ | |||
Γενική-Δοτική | λυσιμελοῖν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλυσιμελής, -ής, -ές
- αυτός που λύνει, που χαλαρώνει, που παραλύει τα μέλη του σώματος (επίθετο του ύπνου, του έρωτα, του θανάτου, του κρασιού, της αρρώστιας κ.λπ.)
- εὖτε τὸν ὕπνος ἔμαρπτε, λύων μελεδήματα θυμοῦ, / λυσιμελής, ἄλοχος δ᾽ ἄρ᾽ ἐπέγρετο κεδνὰ ἰδυῖα (Όμηρος, Οδύσσεια/υ, 56-57)
- Ἔρος δηὖτέ μ᾽ ὀ λυσιμέλης δόνει / γλυκύπικρον ἀμάχανον ὄρπετον, (Σαπφώ, Ύμνοι και Επιθαλάμια, 40-41)
- Λυσιμελής πόθος (τίτλος ποιητικής συλλογής του Τίτου Πατρίκιου)