λυπέομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαλυπέομαι
- μέση και παθητική φωνή του λυπέω. Η μέση εκφέρεται και αναλυτικά με την ενεργητική φωνή: "λυπῶ ἐμαυτόν" Ο μέσος μέλλων (λυπήσομαι) συνήθως σύνθετος. Ο παθητικός αόριστος "ἐλυπήθην" είναι και μέσος.
→ δείτε τη λέξη λυπέω