λούκουμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λούκουμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λούκουμος αρσενικό
- (ειρωνικό) η πιθανά τελευταία παρτίδα ή ο πιθανά τελευταίος γύρος με τον οποίο αν κερδίσει κάποιος τελειώνει το παιχνίδι με νίκη, αλλά αν δεν κερδίσει συνεχίζεται (π.χ. η πιθανά τελευταία βολή στο βόλεϊ ή στο πινγκ-πονγκ)
Μεταφράσεις επεξεργασία
λούκουμος
|