λουλουδίσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
λουλουδίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λουλουδίζω
- θα λουλουδίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λουλουδίζω