Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λοτόμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
λοτόμος
<
υλοτόμος
με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λοτόμος
αρσενικό
(
επάγγελμα
) →
δείτε
τη λέξη
υλοτόμος