Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

λογικευτούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λογικεύομαι
  2. θα λογικευτούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λογικεύομαι