λογής λογής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λογής λογής < → δείτε τη λέξη λογής
Έκφραση
επεξεργασίαλογής λογής (πληθυντικός: λογιών λογιών)
- διαφόρων ειδών, με ποικιλία
- ⮡ μέσα στο παλιατζίδικο υπήρχαν λογής λογής αντίκες
- ※ Ήταν σε λαϊκή αυλή, όπου ζούσε λογής λογής κόσμος. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
επεξεργασία λογής λογής
|