λιποταχτήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαλιποταχτήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λιποταχτώ
- θα λιποταχτήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λιποταχτώ