Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

λιποταχτήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λιποταχτώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λιποταχτώ
  3. θα λιποταχτήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λιποταχτώ