Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιποθυμιάρικος < λιποθυμιάρης + -ικος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιποθυμιάρικος αρσενικό

  • άλλη ονομασία του χορού της νύφης, ελληνικού χορού, που χορεύεται κατά τη διάρκεια γάμων, επειδή κατά τη διάρκειά του ένας χορευτής προσποιούταν ότι λιποθυμούσε, όπως πάθαιναν κάποιες φορές οι νύφες


Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία