λιποθυμήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
λιποθυμήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λιποθυμώ
- θα λιποθυμήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λιποθυμώ
λιποθυμήσεις