λιμοκτονήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
λιμοκτονήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λιμοκτονώ
- θα λιμοκτονήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λιμοκτονώ