Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λιμοκτονήσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λιμοκτονώ
  2. θα λιμοκτονήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λιμοκτονώ