Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιθοκόλλησις: → δείτε τη λέξη λιθοκόλληση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιθοκόλλησις, -εως θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία