λιανίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʎaˈni.zo.me/
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαλιανίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος λιανίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λιανίζομαι | λιανιζόμουν(α) | θα λιανίζομαι | να λιανίζομαι | ||
β' ενικ. | λιανίζεσαι | λιανιζόσουν(α) | θα λιανίζεσαι | να λιανίζεσαι | (λιανίζου) | |
γ' ενικ. | λιανίζεται | λιανιζόταν(ε) | θα λιανίζεται | να λιανίζεται | ||
α' πληθ. | λιανιζόμαστε | λιανιζόμαστε λιανιζόμασταν |
θα λιανιζόμαστε | να λιανιζόμαστε | ||
β' πληθ. | λιανίζεστε | λιανιζόσαστε λιανιζόσασταν |
θα λιανίζεστε | να λιανίζεστε | (λιανίζεστε) | |
γ' πληθ. | λιανίζονται | λιανίζονταν λιανιζόντουσαν |
θα λιανίζονται | να λιανίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λιανίστηκα | θα λιανιστώ | να λιανιστώ | λιανιστεί | ||
β' ενικ. | λιανίστηκες | θα λιανιστείς | να λιανιστείς | λιανίσου | ||
γ' ενικ. | λιανίστηκε | θα λιανιστεί | να λιανιστεί | |||
α' πληθ. | λιανιστήκαμε | θα λιανιστούμε | να λιανιστούμε | |||
β' πληθ. | λιανιστήκατε | θα λιανιστείτε | να λιανιστείτε | λιανιστείτε | ||
γ' πληθ. | λιανίστηκαν λιανιστήκαν(ε) |
θα λιανιστούν(ε) | να λιανιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λιανιστεί | είχα λιανιστεί | θα έχω λιανιστεί | να έχω λιανιστεί | λιανισμένος | |
β' ενικ. | έχεις λιανιστεί | είχες λιανιστεί | θα έχεις λιανιστεί | να έχεις λιανιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει λιανιστεί | είχε λιανιστεί | θα έχει λιανιστεί | να έχει λιανιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λιανιστεί | είχαμε λιανιστεί | θα έχουμε λιανιστεί | να έχουμε λιανιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε λιανιστεί | είχατε λιανιστεί | θα έχετε λιανιστεί | να έχετε λιανιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λιανιστεί | είχαν λιανιστεί | θα έχουν λιανιστεί | να έχουν λιανιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιανίζομαι
|