Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λευκοκύτταρον: (μαρτυρείται από το 1896) στον πληθυνικό λευκοκύτταρα [1][2] → και δείτε τη λέξη λευκοκύτταρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λευκοκύτταρον, -ου ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. λευκοκύτταρα - σελ. 601, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. λευκοκύτταρα - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .