Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεμφοκύτταρον: → και δείτε τη λέξη λεμφοκύτταρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεμφοκύτταρον, -ου ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία