Ετυμολογία

επεξεργασία
λεγόμενο < ουδέτερο της μετοχής παθητικού ενεστώτα λεγόμενος, του ρήματος λέγω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεγόμενο ουδέτερο

  • αυτό που λέγεται (για χαρακτηριστική λέξη ή φράση)
  • κατά το κοινώς λεγόμενο: κατά τη συνηθισμένη έκφραση / όπως το λένε συνήθως