→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαιμόλειρο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαιμόλειρο ουδέτερο

  • (ορνιθολογία) δέρμα στο λαιμό κάποιων πτηνών, ανενεργός ή ενεργός αντηχητικός αερόσακος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία