Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαιμόλειρο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαιμόλειρο ουδέτερο

  • (ορνιθολογία) δέρμα στο λαιμό κάποιων πτηνών, ανενεργός ή ενεργός αντηχητικός αερόσακος

  Μεταφράσεις επεξεργασία