Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λαγγέψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λαγγεύω
  2. θα λαγγέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λαγγεύω