λίλιουμ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λίλιουμ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλίλιουμ ουδέτερο άκλιτο
- (φυτό) ο παρθενόκρινος ή κρίνος της Παναγίας(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λίλιουμ
|