λέλερη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λέλερη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλέλερη θηλυκό
- (ιδιωματικό, χιώτικα, ιατρική) η ιλαρά
Μεταφράσεις
επεξεργασία λέλερη
→ δείτε τη λέξη ιλαρά |
Πηγές
επεξεργασία- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 14.