Ετυμολογία

επεξεργασία
κόττισσα < *κόττος (< ιταλική cotto (ερωτευμένος)) + -ισσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόττισσα θηλυκό

  • ερωτιάρα γυναίκα
    ※  τέλος 15ου αιώνα - Εμμανουήλ Λιμενίτης, ο επονομαζόμενος Γεωργηλάς, Το θανατικόν της Ρόδου στο Legrand, Emile (επιμ.) (1880) Bibliothèque grecque vulgaire, εκδ:Maisonneuve, στίχ. 429 (426-430)
    Τί θέλει ὁ κακότυχος τὴν δευτορογαμίαν;
    καὶ πῶς δὲν τὸν ἐδάμασεν ἡ γυναίκα ἡ μία;
    καὶ τί λέγω γυναῖκα μιά; στεφάνι' ἔξη καὶ πλέα
    ἔβαλεν ἡ βιλάναινα ἡ κόττισσα ἡ γραῖα·
    καὶ ὁποῦ πέσῃ εἰς αὐτό, ἂν οὐδὲ μετανοιώσῃ,