Ετυμολογία

επεξεργασία
κόβω λάσπη, < → δείτε τις λέξεις κόβω και λάσπη.

  Έκφραση

επεξεργασία

κόβω λάσπη

  • απομακρύνομαι κρυφά, το σκάω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία