Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωμειδύλλιον (μαρτυρείται από το 1887) [1] → και δείτε τη λέξη κωμειδύλλιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κωμειδύλλιον, -ου ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 586, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου