κωδικοποιήσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακωδικοποιήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κωδικοποιώ
- θα κωδικοποιήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κωδικοποιώ