Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κωδικοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κωδικοποιώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κωδικοποιώ
  3. θα κωδικοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κωδικοποιώ