Δείτε επίσης: κυριολεκτικώς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυριολεκτικῶς < κυριολεκτικ(ός) + -ῶς < κυριόλεκτος

  Επίρρημα

επεξεργασία

κυριολεκτικῶς