κρύφα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρύφα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
επεξεργασίακρύφα
- (+ γενική) κρυφά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κρύπτω
Πηγές
επεξεργασία- κρύφα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.