κρυφοκοιταχτείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακρυφοκοιταχτείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρυφοκοιτάζομαι
- θα κρυφοκοιταχτείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρυφοκοιτάζομαι