κροκιδωτικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κροκιδωτικό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κροκιδωτικό ουδέτερο
- χημικό που σε διάλυμα έχει σαν αποτέλεσμα τη συνένωση ξένων σωματιδίων, ώστε να αφαιρούνται ευκολότερα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κροκιδωτικό