κρι-κρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρι-κρι < ηχομιμητική λέξη
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρι-κρι ουδέτερο άκλιτο
- ο αίγαγρος της Κρήτης, το άγριο κατσίκι που ζει κατά κοπάδια στα βουνά της Κρήτης, έχει μεγάλα τοξωτά κέρατα κι αποτελεί προστατευόμενο είδος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρι-κρι
|