Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κρημνίσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρημνίζω
  2. θα κρημνίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρημνίζω