κρετόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρετόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική cretonne[1] < Creton, περιοχή της Νορμανδίας όπου κατασκευαζόταν αρχικά αυτό το ύφασμα.
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρετόν ουδέτερο άκλιτο
- λεπτό βαμβακερό και ανθεκτικό ύφασμα που χρησιμοποιείται κυρίως για καλύμματα επίπλων και κουρτίνες
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρετόν
|
- ↑ κρετόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας