Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρετόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική cretonne[1] < Creton, περιοχή της Νορμανδίας όπου κατασκευαζόταν αρχικά αυτό το ύφασμα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρετόν ουδέτερο άκλιτο

  • λεπτό βαμβακερό και ανθεκτικό ύφασμα που χρησιμοποιείται κυρίως για καλύμματα επίπλων και κουρτίνες

  Μεταφράσεις επεξεργασία