Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κρατικοποιήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρατικοποιώ
  2. θα κρατικοποιήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρατικοποιώ