κρατικοποιήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κρατικοποιήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρατικοποιώ
- θα κρατικοποιήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρατικοποιώ