Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κρατικοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κρατικοποιώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρατικοποιώ
  3. θα κρατικοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρατικοποιώ