κούκουρον
Ετυμολογία
επεξεργασία- κούκουρον, λέξη του 7ου αιώνα < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική cucurum[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακούκουρον ουδέτερο
- η φαρέτρα
- ※ σαγίτας μετά κουκούρων @books.google (Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός, Τακτικά, Ε (περί όπλων), γ')
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Κούκουρα (τοπωνύμιο)
- Κούκουρης (επώνυμο)
- κωλοκούκουρο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κούκουρον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].