κουτσουλήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακουτσουλήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κουτσουλώ
- θα κουτσουλήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κουτσουλώ