Ετυμολογία

επεξεργασία
κουμουδί < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουμουδί ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) ουροδοχείο
  2. (μεταφορικά, ιδιωματικό) παλιάνθρωπος

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.