Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

κοσεύω

  1. τρέχω
  2. κάνω μία σύντομη δουλειά

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ο Άρης κοσεύει να φτάσει στον τερματισμό : τρέχει για να φτάσει τον τερματισμό
  • κόσεψε να μου φέρεις λίγη μέντα : πήγαινε να μου φέρεις λίγη μέντα

Συγγενικά επεξεργασία