κοσεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
κοσεύω
- τρέχω
- κάνω μία σύντομη δουλειά
Εκφράσεις επεξεργασία
- ο Άρης κοσεύει να φτάσει στον τερματισμό : τρέχει για να φτάσει τον τερματισμό
- κόσεψε να μου φέρεις λίγη μέντα : πήγαινε να μου φέρεις λίγη μέντα