κοσή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοσή < κοσεύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοσή θηλυκό
- (ιδιωματικό) η τρεχάλα, το τρέξιμο
- ※ Ρίχνομαι τότε της κοσής, την χώραν όλην σχίζω (Σπυρίδων Τρικούπης, Ο Δήμος, ποίημα κλέφτικον, 1821, σελ. 3)
Συγγενικά επεξεργασία
- κοσεύοντας
- → δείτε τη λέξη κοσεύω