Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κονφί < γαλλική confit

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κονφί ουδέτερο άκλιτο

  • τρόπος συντήρησης φαγητού, είτε με τη χρήση λίπους, ζάχαρης ή αλατιού

  Μεταφράσεις επεξεργασία