Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κομπορρημονήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κομπορρημονώ
  2. θα κομπορρημονήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κομπορρημονώ