κομπορρημονήσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακομπορρημονήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κομπορρημονώ
- θα κομπορρημονήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κομπορρημονώ