Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κολοσυρτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κολοσυρτός
αρσενικό
(
ποιητικό
) θορυβώδες
πλήθος
,
όχλος