κοκκινίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κοκκινίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κοκκινίζω
- θα κοκκινίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κοκκινίζω
κοκκινίσουν