Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κοκκινίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κοκκινίζω
  2. θα κοκκινίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κοκκινίζω