Ετυμολογία

επεξεργασία
κλοφέν < αγγλική clophen (polychlorinated biphenyl)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλοφέν ουδέτερο άκλιτο

  • πολυχλωριωμένο διφαινύλιο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία