Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιοτεύω < κιοτής

  Ρήμα επεξεργασία

κιοτεύω

  • δειλιάζω μπροστά σε μια ενέργεια δυνητικά επικίνδυνη που απαιτεί θάρρος

  Μεταφράσεις επεξεργασία