Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κιοτεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κιοτεύω
<
κιοτής
Ρήμα
επεξεργασία
κιοτεύω
δειλιάζω
μπροστά σε μια ενέργεια δυνητικά επικίνδυνη που απαιτεί θάρρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κιοτεύω