Ετυμολογία

επεξεργασία
κιοτεύω < κιοτής

κιοτεύω

  • δειλιάζω μπροστά σε μια ενέργεια δυνητικά επικίνδυνη που απαιτεί θάρρος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία