Ετυμολογία

επεξεργασία
κινητοποίησις (μαρτυρείται από το 1840) [1] < κινητο(ποιῶ) + -ποίησις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κινητοποίησις, -εως θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 545, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου